- παρεγκεφαλίτιδα
- ηιατρ. μορφή εγκεφαλίτιδας που προσβάλλει την παρεγκεφαλίδα και παρατηρείται ιδίως ως επιπλοκή τών λοιμωδών νοσημάτων τής παιδικής ηλικίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρεγκεφαλίδα + κατάλ. -ίτις / -ίτιδα*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρεγκεφαλίτιδα — η (ιατρ.), μορφή μηνιγγοεγκεφαλίτιδας στην παρεγκεφαλίδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)